αποσκοπος

αποσκοπος
    ἀπόσκοπος
    ἀπό-σκοπος
    2
    Emped. = ἀποσκόπιος См. αποσκοπιος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αποσκοπος" в других словарях:

  • ἀπόσκοπος — erring from the mark masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απόσκοπος — η, ο (ΑΜ ἀπόσκοπος, ον) νεοελλ. ο ιδιόρρυθμος μσν. αυτός που σημαδεύει από ψηλά αρχ. εκείνος που δεν πετυχαίνει τον στόχο …   Dictionary of Greek

  • ἀποσκόπως — ἀπόσκοπος erring from the mark adverbial ἀπόσκοπος erring from the mark masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόσκοπον — ἀπόσκοπος erring from the mark masc/fem acc sg ἀπόσκοπος erring from the mark neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσκόπους — ἀπόσκοπος erring from the mark masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσκόπῳ — ἀπόσκοπος erring from the mark masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CHIRONOMIA — quam vocem interpretatur Quintilianus, l. 1. c. 19. Legem gestus, a qua Chironomi Pantomimi sunt appellati; non a Pylade demum et Bathyllo, qui Augusti tempore in scena floruêre, inventa est. Notum enim, etiam Veteres saltationis illud genus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»